- ογκολογικός
- η , ό[ν] онкологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ογκολογικός — ή, ό [ογκολογία] σχετικός με την ογκολογία. επίρρ... ογκολογικώς και ά από ογκολογική άποψη … Dictionary of Greek
ογκολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ογκολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)